αλυτρωτισμός

αλυτρωτισμός
ο
πολιτική, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλύτρωτος + παραγ. κατάλ. -ισμός
απόδοση στα Ελληνικά τού ιταλ. όρου irredentismo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλυτρωτισμός — ο πολιτική κίνηση για την απελευθέρωση των αλύτρωτων τμημάτων ενός έθνους: Ο αλυτρωτισμός πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ιταλία γύρω στο 1870 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλύτρωτος — η, ο (Α ἀλύτρωτος, ον) αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί νεοελλ. 1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”